Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2019

Η Πρώτη μου Εκδήλωση του Φανταστικού



Σαν καλωσόρισμα, στον καινούργιο μου χώρο έκφρασης, διάλεξα να σας διηγηθώ μία ξεχωριστή, για 'μένα, ιστορία. Την ιστορία της γέννησης της Βίλκας, που βρήκε τον δρόμο προς τα έξω: έξω από τη θάλασσα των ανεί­πωτων ιστοριών που υπάρχει στο μυαλό μου, έξω, στον κόσμο.
Ήταν καλοκαίρι του 2016. Σκεφτόμουν τι ήθελα να γράψω εκείνη τη χρονιά. Τον χειμώνα που είχε μόλις περάσει είχα αποφασίσει, πια, ότι μία μου ιστορία θα έβγαινε “εκεί έξω”, πάει να πει, θα την έστελνα σε κάποιον εκδοτικό οίκο προς αξιολόγηση. Η αλήθεια είναι ότι ήταν τουλάχιστον η τρίτη φορά που έπαιρνα αυτή την απόφαση.
Πώς, τελικά, κράτησα την υπόσχεση στον εαυτό μου; Πολύ απλά, το ίδιο φθινόπω­ρο πήγα στο ΦantastiCon, το συνέδριο του Φανταστικού που γίνεται κάθε χρόνο, από το 2015, στην Αθήνα. Δεν ήταν απλή υπόθεση: έπρεπε να σηκωθώ, να πάρω το λεωφορείο και να κάνω το βαρετό ταξίδι των 500 χιλιομέτρων που με χωρίζει από τη γενέτειρά μου.
Πέρασα βουνά, πέρασα κάμπους, πέρασα νερά και, κάποτε, έφτασα. Όταν πάτησα το πόδι μου, όμως, στη μαμά Αθήνα, κάτι έγινε και... κουτσάθηκα! Δεν έδωσα σημασία, στην αρχή. Είχα και τα νεύρα μου, σιγά μην καθόμουν να το συζητήσω: τα πόδια (ναι, και το πονεμένο) στην πλάτη (μαζί με τον βαρύ σάκο που κουβάλαγα), και δρόμο για το σπίτι.
Την άλλη μέρα, το πόδι πονούσε. Επειδή δεν ήταν η πρώτη φορά που πάθαινα κάτι τέτοιο, είπα μέσα μου “Ωχ, την κάτσαμε”. Αλλά, απ' έξω μου, είπα το άλλο, το γνωστό: “Σώπα, μωρέ, δεν έχει τίποτα” και “Σιγά μην κάτσω σπίτι, γι' αυτό ήρθα στην Αθήνα;” και “Θα προσέχω, θα περπατάω αργά” και άλλες τέτοιες ηλιθιότητες. Γιατί δεν ήταν η πρώτη φορά, είπαμε. Και ήξερα. Έτσι γίνονται τα πράγματα, αυτή είναι η σωστή σειρά:
  1. ελαφρύς τραυματισμός
  2. προσπάθεια για επιδείνωση
  3. σοβαρός τραυματισμός.
Και, φυσικά, ακολούθησα τις Οδηγίες Προς Αιώνια Ξεροκέφαλους κατά γράμμα. Κατέβαλλα μεγάλη προσπάθεια να γυρίσω, κούτσα-κούτσα, όλη την περιοχή που έμενα· κατάφερα να γυρίσω τη μισή. Να μην τα πολυλογώ, τη νύχτα δεν κοιμήθηκα απ' τον πόνο, το πρωί πήγα (με πήγαν) τρέμοντας (απ' τον πόνο) σ' έναν γιατρό, το απόγευμα φόραγα νάρθηκα κι έπαιρνα χάπια.
Περιχαρής που μπορούσα να περπατάω πάλι χωρίς να με ακούν ως τα Γιάννενα, ξύπνησα την άλλη μέρα για να πάω, βεβαίως, στη μεγάλη γιορτή του Φανταστικού! Ναι, είχε έρθει η ώρα, (όπως κι η δική σου, γενναίε αναγνώστη που έφτασες μέχρι εδώ, για να διαβάσεις αυτό που ξεκίνησες να διαβάσεις). Είχε έρθει η ώρα να αλλάξει ο τρόπος που βίωνα, μέχρι τότε, το διάβασμα και το γράψιμο, τον πραγματικό κόσμο και τον φανταστικό, τον ίδιο μου τον εαυτό μέσα σε όλα αυτά. Ακούγεται, ίσως, περίεργο και υπερβολικό αυτό που λέω, αλλά, μα τους Ινάρ (δεν τους ξέρετε αυτούς, ακόμα, αλλά ελπίζω ότι θα τους μάθετε) το είχα ανάγκη. Ήταν το επόμενο, απόλυτα φυσικό βήμα στην πορεία μου μέσα απ' το Φανταστικό.
Εκεί, στο φεστιβάλ, είχα ήδη φίλους και γνωστούς, από χρόνια. Εκεί, επίσης, γνώρι­σα κι άλλους, ανθρώπους με φαντασία και μεράκι. Παρακολούθησα ομιλίες, είδα χορούς και άκουσα μουσικές, θαύμασα ζωγραφιές, ενημερώθηκα για καινούργιες εκδόσεις βι­βλίων και, το κυριότερο: συζήτησα.
Συζήτησα, από κοντά, με όλους αυτούς τους φίλους και γνωστούς, ακόμη και με αγνώστους που έμειναν έτσι, για τα θέματα που μας ενδιαφέρουν. Θέματα ποικίλα, όπως:
  • πότε θα βγάλει το επόμενο βιβλίο ο Μάρτιν (και ποιος θα το διαβάσει);
  • είναι ο Αμπερκρόμπι λογικός, ή έχουν και οι σκληροί ανάγκη μια αγκαλιά;
  • πώς έφτιαξε ο Τόλκιν τις γλώσσες της Μέσης Γης και μπορώ να το κάνω κι εγώ;
  • πόσο Trek είναι το Star Trek;
  • αν τα βαμπίρ πάνε σχολείο, ζουν ρομάντζα, γίνονται τσιρ λίντερς, τα ζόμπι γιατί όχι;
  • η ελληνική λογοτεχνία φαντασίας/επιστημονικής φαντασίας/τρόμου, είναι, πράγματι, ελληνική;

Η τελευταία που αναφέρω στη λίστα, ήταν, αν όχι η πιο ενδιαφέρουσα, σίγουρα η πιο χρήσιμη συζήτηση που έκανα στο διήμερο. Μου έκανε κλικ, με ξεκόλλησε από τα τσαρούχια και τις γκλίτσες κι από τα σανδάλια και τις χλαμύδες που μ' έκαναν να βα­ριέμαι στο σχολείο και είπα “Χμ, ίσως δεν είναι τόσο αντι-κουλ που είμαι Ελληνίδα”.
Για να εξηγούμαι: δεν έχουν τίποτα κακό τα τσαρούχια και τα (φτερωτά, ενίοτε) σανδάλια. Αλλά, προσωπικά, δεν με εκφράζουν και γι' αυτό θα ήταν λάθος να μιμηθώ ένα στυλ που να φωνάζει, βεβιασμένα (στην περίπτωσή μου και μόνο, το τονίζω) “Ελ­λάδα”.
Τότε, τι μένει; Τι μπορώ να κάνω, σαν Ελληνίδα συγγραφέας φαντασίας, ώστε να ξεχωρίσω από τους ξένους με τρόπο που να μου ταιριάζει; Τι μπορώ να κάνω για να αποπνέουν οι ιστορίες μου αυθεντικότητα; Πώς μπορώ να γράψω έτσι ώστε να νιώθει ο Έλληνας αναγνώστης, βαθιά μέσα του, ότι τον αφορούν οι περιπέτειες των ηρώων μου;
Η απάντηση δεν ήταν παιχνιδάκι, και ούτε ισχυρίζομαι ότι την ξέρω, εκατό τοις εκατό και τώρα, δύο και βάλε χρόνια μετά. Πάντως, κάτι βρήκα. Κάτι, για αρχή, και το κρατάω ώσπου να βρω και το επόμενο. Κι αυτό το κάτι είναι: γράψε γι' αυτά που ξέρεις.
Ναι, το έχουν πει και ξαναπεί πολλοί αυτό. Συγγραφείς, πραγματικοί συγγραφείς, μεγάλοι, γνωστοί, διάσημοι. Το έχουν πει, αλλά πόσο απλό, στην κατανόηση και στην εφαρμογή του, είναι;
Γράψε για όσα βλέπεις, για όσα βλέπεις με άλλο μάτι, μια και μιλάμε για λογοτεχνία και μάλιστα του Φανταστικού, γράψε για όσα ζεις ή ζουν οι γύρω σου. Γράψε για τα βουνά και τα δάση της πατρίδας σου, γράψε για τις θάλασσές της. Γράψε, ακόμη, για την πόλη σου, για το σχολείο που πήγες, για μία ιστορία που σε πονάει ή που, αντίθετα, τη φυλάς με αγάπη στην καρδιά σου για όταν έχεις ανάγκη μια ευχάριστη ανάμνηση.
Αυτό είναι: γράψε για αναμνήσεις.
Παίρνουμε μία ανάμνηση και τη βουτάμε στη φαντασία. Δεν είναι, ακριβώς, συνταγή, όσο μία γνώση του πώς λειτουργούν τα υλικά. Έτσι κι αλλιώς, δεν είμαι ο άνθρωπος της συνταγής, κάθε μου φασολάδα είναι διαφορετική από τις άλλες. Τέλος πάντων, μπορεί να είναι μία οποιαδήποτε ανάμνηση, από το πρώτο μεθύσι, την πρώτη ζεμπεκιά, εκείνη την μπουνιά που έριξες (ή συγκράτησες) στον σπαστικό συμμαθητή, μέχρι την επίσκεψή σου στους Δελφούς και τη συζήτηση στον δρόμο του γυρισμού για τον αν μασούσαν δάφνη οι μάντισσες ή τίποτ' άλλο.
Αυτό, (για τις αναμνήσεις, όχι τη δάφνη της Πυθίας), το πήρα μαζί μου στον, κού­τσα-κούτσα, δικό μου γυρισμό . Επέστρεψα από εκείνο, το πρώτο μου Φantasticon, με έναν νάρθηκα στο πόδι, καινούργια βιβλία στο σακίδιο, αλλά, το κυριότερο, με τη δύνα­μη να είμαι μία Ελληνίδα συγγραφέας φαντασίας. Και θέλει πολλή δύναμη, αλλά αυτό είναι μία άλλη, μεγάλη κουβέντα, που ίσως κάνουμε στο μέλλον, όταν θα έχω μάθει κι άλλα πράγματα επί του θέματος τούτου. Για τώρα, ας μοιραστώ το εξής: όλοι μαζί, κάτι θα κάνουμε. Ο καθένας μόνος του, κλεισμένος στο σπίτι του μ' ένα λαμπατέρ κι ένα λάπτοπ (τα αντίστοιχα σημερινά του κεριού και της πένας), δεν θα πάμε μακριά.
Φίλε αναγνώστη, σ' ευχαριστώ που διάβασες (και που προσπάθησες να βγάλεις νόημα). Να είσαι καλά, θα τα ξαναπούμε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου