Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Πολεμίστριες






Ο τίτλος τα λέει όλα: πολεμίστριες (φίλοι με δυσλεξία, κι εμένα με τσαντίζουν οι λέξεις που μοιάζουν. Εδώ έγραψα πολε-μί-στρ-ι-α, δηλαδή μία γυναίκα που πολεμάει, και όχι πολε-μί-στρα). Επειδή αγαπώ το fantasy, θα έλεγα: δυνατές γυναίκες. Γιατί το “πολεμίστριες” είναι πολύ περιοριστικό και δεν χωράει όλα τα άλλα είδη, όπως μάγισσες (για να το πούμε χοντροκομμένα, στα ελληνικά) ή μαγεύτρες (για να το πούμε στο περί­που, στα ελληνικά) ή γητεύτρες (για να μην το πούμε καθόλου στα ελληνικά). Ή κλέφτρες. Ή φόνισσες (όχι, δεν εννοώ τη Φραγκογιαννού).
Τρελαίνομαι να διαβάζω (και να γράφω) για γυναικείους χαρακτήρες που δεν τρέμουν στην απλή θέα ενός... δράκου. Που δεν φωνάζουν τη μαμά τους (ή τον μπαμπά τους, στην προκειμένη), όταν ακούγεται η πολεμική κραυγή (ή το γουργούρισμα του πει­νασμένου του στομαχιού) ενός γίγαντα, ενός ορκ ή τρολ ή κάποιου άλλου μονοσύλλα­βου από τις ευρωπαϊκές παραδόσεις. Που δεν τρέχει με τις φούστες στο χέρι στη θέα μιας στρατιάς καλικάντζαρων.
Τρελαίνομαι για γυναίκες που αρπάζουν το σπαθί του γκόμενου (ή αγοράζουν/κλέβουν/φτιάχνουν δικό τους), φορούν ρούχα κατάλληλα για δράση (δηλαδή όχι φούστες, ξηγημένα πράματα, εκτός κι αν είναι φαρδιές και κοντές, δηλαδή φουστα­νέλλες) και καβαλάνε τ' άλογα, τις καμήλες, τις γιγάντιες τίγρεις ή τους δράκους τους.
Κάποιοι λένε ότι έχει γίνει, πια, κλισέ, πιο κλισέ κι από τον μπρατσαρά (γιατί, υπάρ­χει κι άλλο είδος;) πολεμιστή. Λένε ότι είναι γελοίο και μιμητικό. Λένε ότι δεν πείθονται όταν διαβάζουν για μία γυναίκα που πολεμάει “σαν άντρας”. Είναι από τα θέματα που τα θεωρώ δεδομένα, (ναι, ανέκαθεν πολεμούσαν οι γυναίκες), και γι' αυτό με κουράζει και μόνο η σκέψη να ξεκινήσω συζήτηση γι' αυτό.
Γιατί γουστάρω Eowyn, όμως; Ας πούμε, πρώτα-πρώτα, επειδή είμαι γυναίκα. Μου αρέσει να ταυτίζομαι με τους ήρωες και τις ηρωίδες. Πολύ πιο εύκολο να ταυτιστώ με ηρωίδα, βεβαίως.
Αλλά, δεν είναι μόνο αυτό. Μου αρέσουν οι προκλήσεις, η διαφορετικότητα, το να είμαι ελεύθερη να φανταστώ ό,τι μου καπνίσει, και όχι αυτό που μου έχουν έτοιμο αιώνες πολιτισμού αλλά και επιλεκτικής μνήμης.
Μου αρέσει ο ευαίσθητος νεαρός μάγος που ψάχνει να βρει την εσωτερική του δύ­ναμη, και η γυναίκα που σφάζει στο γόνατο όποιον τολμήσει να τη στραβοκοιτάξει. Μου αρέσει ο γερο-σοφός μες στη σκονισμένη βιβλιοθήκη και η γριά πολεμίστρια που αρνεί­ται να αφήσει τα όπλα και επιζητεί έναν ηρωικό θάνατο. Μου αρέσουν οι Βαλκυρίες. Και οι Αμαζόνες. Και η Ζαν ντ' Αρκ.
Μου αρέσουν ο ιστορίες όπου τα δύο φύλα δεν έχουν ρόλο αναπαραγωγής, βασικά. Αυτό.


Η Still Alice και Το Γέλιο Των Άλλων.







Διάβασα ένα βιβλίο (βασικά, διάβασα πολλά βιβλία, αλλά τώρα θέλω να μιλήσω για ένα). Λέγεται Still Alice, στα ελληνικά έχει τον τίτλο Κάθε Στιγμή Μετράει, και είναι της Lisa Genova.
Το βιβλίο αυτό μιλάει για τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Είναι η ιστορία μίας γυναίκας πενήντα ετών που διαγιγνώσκεται με την πρώιμη μορφή της νόσου. Είναι η ιστορία αυτής της γυναίκας και της οικογένειάς της, μέσα από τη ματιά της, τη σκέψη της, τους φόβους και όλα τα συναισθήματά της. Δεν είναι ένα μελοδραματικό βιβλίο. Σκοπός του είναι να ενημερώσει.
Γιατί το διάβασα; Γιατί το συνιστώ σε όλους, ανεξαρτήτως ηλικίας, μόρφωσης, αναγνωστικών προτιμήσεων και χαρακτήρα; Η απάντηση ίσως να είναι κάπως περίπλοκη, αλλά θα προσπαθήσω:
Πάντα μ' ενοχλούσε το κοπαδιαστό γέλιο, ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά κοπαδιού (ή αγέλης, αυτό πάει αναλόγως της διάθεσης). Όταν λέω “πάντα”, εννοώ από την ηλικία που άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν ανήκω στο κοπάδι, και να δέχομαι, να τιμώ και να προστατεύω αυτή μου τη φαινομενική απομόνωση.
Πάντα μ' ενοχλούσε το άμυαλο γέλιο, αυτό που κάνουν οι άνθρωποι όταν φοβούνται τη μοναξιά, τον εκτοπισμό από την ομάδα. Το γέλιο που έχει ως στόχο του μια άλλη κοινωνική ομάδα ή μονάδα, (δηλαδή άλλους ανθρώπους).
Κάποιοι αντιδρούν έντονα στην “έλλειψη χιούμορ” ορισμένων “εύθικτων” σαν κι εμένα, και διεκδικούν το δικαίωμά τους στην σκληρότητα με τον μόνο τρόπο που έχουν μάθει, την επίθεση. Αλλά δεν μ' ενδιαφέρουν, δεν με τρομάζουν και δεν θ' ασχοληθώ μαζί τους. Δεν θέλουν να ξεβολευτούν, εντάξει. Γιατί είναι ξεβόλεμα το να βγαίνεις για λίγο από τον εαυτό σου, το να βλέπεις λίγο παραέξω από την επιδερμίδα σου.
Τέλος πάντων, εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια δεν ανέχομαι ν' ακούω αστειάκια για το Αλτσχάιμερ. Το θεωρώ εντελώς ηλίθιο, εκτός από υπερβολικά σκληρό. Κάθε φορά που ακούω το κλασικό «Με συγχωρείτε, είναι που έχω Αλτσχάιμερ, χαχα», το μόνο που μου έρχεται ν' απαντήσω είναι «Ελπίζω πως όχι». Είναι σαν να αστειεύεται με τη σκλήρυνση κατά πλάκας ή κι εγώ δεν ξέρω ποια άλλη ασθένεια χωρίς επιστροφή.
Η διαδρομή έχει έναν προορισμό, τον θάνατο. Τρομάξατε; Εντάξει, ο προορισμός είναι κοινός για όλους μας, αλλά εννοούσα το Αλτσχάιμερ τώρα. Δεν είναι: «Η γιαγιά το 'χει χάσει, βάζει αλάτι στον καφέ, αντί για ζάχαρη». Είναι: «Η γιαγιά βάζει αλάτι στον καφέ, ξεχνάει ονόματα, μπερδεύει πρόσωπα και καταστάσεις, αλλά αυτό την θλίβει και την τρομάζει· σε λίγο δεν θα ξέρει ποια είναι, δεν θα θυμάται την ηλικία της, θα νομίζει ότι είναι ακόμη νέα και θα βλέπει στον καθρέφτη μια γριά να την κοιτάζει, και αυτό την θλίβει και την τρομάζει· θα έχει παραισθήσεις, θα μιλάει με φαντάσματα, θα χάνεται μέσα στο σπίτι της, γιατί δεν θα υπάρχει, πια, το σπίτι της μέσα στο μυαλό της, θα έχει γκρεμιστεί, όπως κάθε άλλο οικοδόμημα· σε λίγο δεν θα μπορεί να φάει, γιατί ο εγκέφαλος δεν θα δίνει σήμα για πρόσληψη τροφής, μετά δεν θα μπορεί πια να σταθεί όρθια, ώσπου, λίγο-λίγο και βασανιστικά αργά, η γιαγιά θα πεθάνει έχοντας χάσει κάθε έλεγχο και γνώση του εαυτού της». Πάρα πολύ αστείο.
Διάβασα αυτό το βιβλίο γιατί με ενδιέφερε να κατανοήσω πιο βαθιά το γιατί δεν έβρισκα ποτέ μου αστείο το Αλτσχάιμερ. Γιατί ποτέ μου δεν έβρισκα αστείο το να υποφέρουν οι άλλοι. Γιατί ποτέ μου δεν έβρισκα αστεία την σκληρότητα των “ανωτέρων”, των “ωραίων”, των “έξυπνων”.
Δεν ξέρω αν έδωσα μία ικανοποιητική απάντηση, γιατί ήταν πάρα πολλά αυτά που ήθελα να πω, και τα συγκράτησα για να μην μακρηγορώ. Ίσως να ήθελα να πω και για την απομόνωση, για το πώς φοβόμαστε το όχι νορμάλ, λες κι είναι κολλητικό, για το πώς ντρεπόμαστε να κοιτάξουμε στα μάτια τη λύπη, την ασθένεια, την ανάγκη.
Ευχαριστώ που διαβάσατε και προσπαθήσατε να βγάλετε άκρη.

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

Ο συγγραφέας και η φύση





Θα μπορούσε να έχει τίτλο “Ο άνθρωπος και η φύση”, αλλά, μια και δεν αντιλαμβάνομαι την ύπαρξή μου (μας) ως κάτι ουρανοκατέβατο, προτίμησα να μιλήσω για την ιδιότητα κάποιου ως συγγραφέα.
Θαυμάζω, πάντα, την καθαρή ματιά των παλιών συγγραφέων όσον αφορά το φυσικό περιβάλλον τους. Το θεωρούσαν δεδομένο, αλλά και θαυμάσιο· ένα δεδομένο θαύμα, θα μπορούσε να πει κανείς, παίζοντας με τις λέξεις (βαρετό). Δηλαδή -για ν' αφήσουμε τα παιχνίδια- ένα θαύμα που μας χαρίστηκε. Σε ποιους; Σε όλους μας: σε όλους τους οργανισμούς που το αποτελούμε. Άρα, αφού είμαστε το ίδιο το θαύμα -ή μέρος του- πώς μας χαρίστηκε; Δεν ξέρω, εδώ κάπου είναι που χάνουμε τον μπούσουλα οι μοντέρνοι άνθρωποι όλων των (μοντέρνων) καιρών και αρχίζουμε τις μπουρδολογίες.
Οι παλιοί συγγραφείς, όμως! Τι απλότητα, τι αμεσότητα στις περιγραφές, τι φαντασία... Αυτοί οι άνθρωποι τη ζούσαν τη φύση, την έβλεπαν από κοντά, την άγγιζαν, ξάπλωναν και περπατούσαν πάνω της, κρύωναν και ζεσταίνονταν στις αλλαγές της. Προσμέναν αυτές τις αλλαγές και γεύονταν τους καρπούς της, ή θλίβονταν για το τέλος μιας εποχής.
Εμείς όταν θλιβόμαστε για το τέλος μιας εποχής είναι γιατί πέρασαν τα Χριστούγεννα και θα ξεστολίσουμε το δέντρο ή γιατί τέλειωσε το καλοκαίρι και αποχαιρετίσαμε τις ομπρέλες και τις ξαπλώστρες, και θα ξαναπάμε στη δουλειά.
Κι όταν, κάποιοι από μας, θέλουμε να γράψουμε για ένα τοπίο, τι κάνουμε; Ψάχνουμε τι έγραφαν εκείνοι, που ζούσαν σε τέτοια τοπία, και “δανειζόμαστε” τις περιγραφές. (Και πότε τις επιστρέφουμε, δηλαδή;) Ξέρω, ξέρω, δεν το κάνουμε όλοι, και συνήθως οι παρόντες εξαιρούνται.
Τι θέλω να πω η πικρόχολη;
Ότι μας χρειάζεται, μας είναι απολύτως απαραίτητη η βόλτα στη φύση. Κι όταν λέω “βόλτα”, εννοώ με κλειστό το κινητό (και, ιδεατά, το στόμα), χωρίς τίποτα στα χέρια, ούτε μπλοκάκι, ούτε φωτογραφική μηχανή (αν και, αυτή, με τη σωστή χρήση, μπορεί να βοηθήσει στο άδειασμα του μυαλού και στο άνοιγμα των αισθήσεων. Όχι, όμως, με τη σκέψη “πω, θα τους τρελάνω στο facebook μ' αυτόν τον γκρεμό”).
Κι όταν λέω “φύση”, εννοώ λιγάακι παραέξω απ' το παρκάκι της γειτονιάς μας. Να πάρουμε λεωφορεία, να πάρουμε τραίνα, να καβαλήσουμε τις μηχανές ή τ' αυτοκίνητά μας και να ξεκουνηθούμε από την πόλη. Για μία Κυριακή πρωί. Χωρίς καφετέριες. Μία φορά (στο τόσο).
Το έχουμε ανάγκη. Πρωτίστως σαν άνθρωποι, σαν μέρος αυτού του δεδομένου θαύματος απ' το οποίο -νομίζουμε- έχουμε αποκοπεί. Και, κατά συνέπεια, σαν συγγραφείς.
Για να μη γράφουμε “το φρύδι του λόφου” χωρίς να έχουμε ιδέα τι είναι αυτό, για να μη γράφουμε για έλη χωρίς να έχουμε δει ποτέ μας ένα (ούτε να το 'χουμε μυρίσει), μόνο και μόνο επειδή ακούγεται “κάπως” η λέξη και “κάνει για Τρόμο”. Και για να μη λέμε “το πουλί” χωρίς να έχουμε ιδέα αν εννοούμε σπουργίτι ή κάνα όρνιο, ή να λέμε “το δέντρο”, “το λουλούδι”, “το ζώο με τα τέσσερα πόδια και την ουρά”... Είναι σαν να περιγράφουμε ένα δωμάτιο και αρκούμαστε στη λέξη “έπιπλο”. “Στ' αριστερά του ενός επίπλου υπήρχε ένα άλλο, μικρότερο, ενώ μπροστά στο παράθυρο ένα εντυπωσιακό έπιπλο τραβούσε το μάτι”. Ναι. Και το φρύδι του λόφου, μην πω.
Καλές σας βόλτες.

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

Τι στον... να γράψω;


Όλα έτοιμα: το καφεδάκι πάνω στο γραφείο, στην πάνω δεξιά γωνία, (ή στην πάνω αριστερή, στους αριστερόχειρες), ζεστό, με το σοκολατάκι ή το μπισκοτάκι ή το τσιγαράκι από δίπλα, το φως όπως πρέπει, ούτε πολύ δυνατό, αλλά ούτε να στραβωνόμαστε στο σκοτάδι, η καρέκλα στην τέλεια θέση για πόδια-μέση-αγκώνες, στο σπίτι ησυχία, το καινούργιο αρχείο εγγράφου ανοιχτό και μας περιμένει...
Ναι. Και, τώρα, τέρμα τα ψέματα: κάτι στο διάολο πρέπει να γράψουμε σ' αυτό το ρημαδοαρχείο, πριν πιούμε όλον τον ρημαδοκαφέ και φάμε τα ρημαδομπισκότα, πριν καπνίσουμε μισό εργοστάσιο Παπαστράτου και πριν πονέσει ο πισινός μας στην καρέκλα. Όλοι έχουμε βρεθεί σ' αυτή την κατάσταση, να θέλουμε να γράψουμε αλλά να μην μπορούμε να βρούμε κάτι, μια ιδέα, για να ξεκινήσουμε.
Μια και σήμερα αναμένω με ιδιαίτερη χαρά, (γιατί έχω καιρό να παίξω, και αυτό το παιχνίδι μου αρέσει πολύ), το θέμα για το αποψινό flash fiction live που θα παίξουμε στο sff.gr, σκέφτηκα πόσο δύσκολο είναι να βρίσκεις θέματα για να γραφτούν ιστορίες, είτε από σένα είτε από άλλους.
Έτσι, για πλάκα, μάζεψα μερικές ιδέες και σας τις δίνω, γιατί, ποιος ξέρει; Μπορεί, καμιά φορά, να σας εμπνεύσει κάποια απ' αυτές. Καλή διασκέδαση, προπάντων!

  1. Οι ήρωες ταξιδεύουν σε άλλους κόσμους, επειδή ο δικός τους πεθαίνει. Θα βρουν κάπου να μετοικήσουν; Οι άλλοι, που μένουν πίσω, τι κάνουν; (Ιδέα για fantasy, επί­σης, κι όχι μόνο για sci-fi, όπως συνηθίζεται). Με άξονα αυτό το θέμα, μπορούν να γραφτούν επεισόδια, κάθε περιπέτεια και διήγημα.
  2. Εκδίκηση. Κάποιος μπήκε φυλακή, ή έχασε κάτι/κάποιον αγαπημένο. Μετά από χρόνια, επιστρέφει για να πάρει την εκδίκησή του. Για όλα τα είδη: αστυνομικό, θρίλερ, τρόμου, Kill Bill, φαντασίας, Ε.Φ., κωμικό, ξέρω 'γω, τα πάντα, πραγματικά.
  3. Δυο ερωτευμένοι γνωρίζουν ένα άλλο ζευγάρι και καψουρεύονται χιαστή. Ιδανικό για θρίλερ, τρόμου, επιστημονικής φαντασίας... αναλόγως πόσο κάφρος είναι κάποιος, αλλιώς, το αυτονόητο: ρομάντζο (ή τσόντα).
  4. Κάποιος γυρίζει απ' τα παλιά, (ένας παλιός φίλος, μια παλιά γκόμενα, ένας χαμένος αδερφός, ένας υπάλληλος που είχε παραιτηθεί απ' τη δουλειά;) και τα κάνει όλα άνω-κάτω για τον ήρωα. Ιδανικό για αμερικάνικη οικογενειακή κομεντί. Κατάλληλο για όλα τα είδη.
  5. Ο ήρωας ανακαλύπτει ότι είναι φάντασμα (I see dead people, ναι). Κατάλληλο για προφανή είδη.
  6. Η ηρωίδα (ας μην είμαστε μονότονοι) κερδίζει ένα βραβείο. Αυτό, όμως, της καταστρέφει τη ζωή. Ιδανικό για κοινωνικό δράμα, αλλά ας μην είμαστε ούτε βαρετοί: όλα τα Φ χωράνε.
  7. Εκρήξεις. Κι αν δεν μιλάει από μόνο του, ας απλωθώ λίγο: ορυχεία, πόλεμος, super nova, οξυγόνο σε μπουκάλες, fireballs, αυτοκίνητα σε αμερικάνικη ταινία. Με μία λέξη: action (κάθε είδους). Αυτό μπορεί να γίνει και χωρίς πλοκή, είναι όπως το “παίρ­νω το σπαθί και σφάζω”, αλλά ας μην είμαστε ρηχοί. Μπορεί να έχουμε εκρήξεις στο μυαλό μας, καλό είναι, όμως, να τις ντύσουμε με κάτι τις, έστω και προσχηματικό (σώσε τον πρίγκηπα, σκότωσε την αστροναύτισσα, πέρνα την πύλη πριν απ' τους άλ­λους, χάλασε το διαστημόπλοιό τους). Αρκεί να είναι ορμητικό και διασκεδαστικό το action.
  8. Ο Πρόεδρος (ο πρωθυπουργός, ο βασιλιάς, ο αστράρχης, ο νομάρχης...) είναι ζόμπι/κούκλα/ρομπότ... τέλος πάντων, καταλάβατε. Ιδανικό για sci-fi ή fantasy κωμωδία, ή θρίλερ· όλα τα ενδιάμεσα θα βγουν χλιαρά.
  9. Ο κόσμος είναι, στην πραγματικότητα, μία γυάλα, κι εμείς, κάτι σαν χρυσόψαρα. Μάτριξ-ξεμάτριξ, αυτό είναι: κάνει για όλα τα είδη και δεν στερεύει ποτέ.
  10. Η θρησκεία πέθανε.
  11. (Για να μην είμαστε μονότονοι, είπαμε). Το άλλο φύλο έχει εξαφανιστεί (αυτό κάνει για έπη επιστημονικής φαντασίας που κάνουν εκατό χρόνια να γραφτούν).

Καλό γράψιμο!