Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

Ο συγγραφέας και η φύση





Θα μπορούσε να έχει τίτλο “Ο άνθρωπος και η φύση”, αλλά, μια και δεν αντιλαμβάνομαι την ύπαρξή μου (μας) ως κάτι ουρανοκατέβατο, προτίμησα να μιλήσω για την ιδιότητα κάποιου ως συγγραφέα.
Θαυμάζω, πάντα, την καθαρή ματιά των παλιών συγγραφέων όσον αφορά το φυσικό περιβάλλον τους. Το θεωρούσαν δεδομένο, αλλά και θαυμάσιο· ένα δεδομένο θαύμα, θα μπορούσε να πει κανείς, παίζοντας με τις λέξεις (βαρετό). Δηλαδή -για ν' αφήσουμε τα παιχνίδια- ένα θαύμα που μας χαρίστηκε. Σε ποιους; Σε όλους μας: σε όλους τους οργανισμούς που το αποτελούμε. Άρα, αφού είμαστε το ίδιο το θαύμα -ή μέρος του- πώς μας χαρίστηκε; Δεν ξέρω, εδώ κάπου είναι που χάνουμε τον μπούσουλα οι μοντέρνοι άνθρωποι όλων των (μοντέρνων) καιρών και αρχίζουμε τις μπουρδολογίες.
Οι παλιοί συγγραφείς, όμως! Τι απλότητα, τι αμεσότητα στις περιγραφές, τι φαντασία... Αυτοί οι άνθρωποι τη ζούσαν τη φύση, την έβλεπαν από κοντά, την άγγιζαν, ξάπλωναν και περπατούσαν πάνω της, κρύωναν και ζεσταίνονταν στις αλλαγές της. Προσμέναν αυτές τις αλλαγές και γεύονταν τους καρπούς της, ή θλίβονταν για το τέλος μιας εποχής.
Εμείς όταν θλιβόμαστε για το τέλος μιας εποχής είναι γιατί πέρασαν τα Χριστούγεννα και θα ξεστολίσουμε το δέντρο ή γιατί τέλειωσε το καλοκαίρι και αποχαιρετίσαμε τις ομπρέλες και τις ξαπλώστρες, και θα ξαναπάμε στη δουλειά.
Κι όταν, κάποιοι από μας, θέλουμε να γράψουμε για ένα τοπίο, τι κάνουμε; Ψάχνουμε τι έγραφαν εκείνοι, που ζούσαν σε τέτοια τοπία, και “δανειζόμαστε” τις περιγραφές. (Και πότε τις επιστρέφουμε, δηλαδή;) Ξέρω, ξέρω, δεν το κάνουμε όλοι, και συνήθως οι παρόντες εξαιρούνται.
Τι θέλω να πω η πικρόχολη;
Ότι μας χρειάζεται, μας είναι απολύτως απαραίτητη η βόλτα στη φύση. Κι όταν λέω “βόλτα”, εννοώ με κλειστό το κινητό (και, ιδεατά, το στόμα), χωρίς τίποτα στα χέρια, ούτε μπλοκάκι, ούτε φωτογραφική μηχανή (αν και, αυτή, με τη σωστή χρήση, μπορεί να βοηθήσει στο άδειασμα του μυαλού και στο άνοιγμα των αισθήσεων. Όχι, όμως, με τη σκέψη “πω, θα τους τρελάνω στο facebook μ' αυτόν τον γκρεμό”).
Κι όταν λέω “φύση”, εννοώ λιγάακι παραέξω απ' το παρκάκι της γειτονιάς μας. Να πάρουμε λεωφορεία, να πάρουμε τραίνα, να καβαλήσουμε τις μηχανές ή τ' αυτοκίνητά μας και να ξεκουνηθούμε από την πόλη. Για μία Κυριακή πρωί. Χωρίς καφετέριες. Μία φορά (στο τόσο).
Το έχουμε ανάγκη. Πρωτίστως σαν άνθρωποι, σαν μέρος αυτού του δεδομένου θαύματος απ' το οποίο -νομίζουμε- έχουμε αποκοπεί. Και, κατά συνέπεια, σαν συγγραφείς.
Για να μη γράφουμε “το φρύδι του λόφου” χωρίς να έχουμε ιδέα τι είναι αυτό, για να μη γράφουμε για έλη χωρίς να έχουμε δει ποτέ μας ένα (ούτε να το 'χουμε μυρίσει), μόνο και μόνο επειδή ακούγεται “κάπως” η λέξη και “κάνει για Τρόμο”. Και για να μη λέμε “το πουλί” χωρίς να έχουμε ιδέα αν εννοούμε σπουργίτι ή κάνα όρνιο, ή να λέμε “το δέντρο”, “το λουλούδι”, “το ζώο με τα τέσσερα πόδια και την ουρά”... Είναι σαν να περιγράφουμε ένα δωμάτιο και αρκούμαστε στη λέξη “έπιπλο”. “Στ' αριστερά του ενός επίπλου υπήρχε ένα άλλο, μικρότερο, ενώ μπροστά στο παράθυρο ένα εντυπωσιακό έπιπλο τραβούσε το μάτι”. Ναι. Και το φρύδι του λόφου, μην πω.
Καλές σας βόλτες.

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

Τι στον... να γράψω;


Όλα έτοιμα: το καφεδάκι πάνω στο γραφείο, στην πάνω δεξιά γωνία, (ή στην πάνω αριστερή, στους αριστερόχειρες), ζεστό, με το σοκολατάκι ή το μπισκοτάκι ή το τσιγαράκι από δίπλα, το φως όπως πρέπει, ούτε πολύ δυνατό, αλλά ούτε να στραβωνόμαστε στο σκοτάδι, η καρέκλα στην τέλεια θέση για πόδια-μέση-αγκώνες, στο σπίτι ησυχία, το καινούργιο αρχείο εγγράφου ανοιχτό και μας περιμένει...
Ναι. Και, τώρα, τέρμα τα ψέματα: κάτι στο διάολο πρέπει να γράψουμε σ' αυτό το ρημαδοαρχείο, πριν πιούμε όλον τον ρημαδοκαφέ και φάμε τα ρημαδομπισκότα, πριν καπνίσουμε μισό εργοστάσιο Παπαστράτου και πριν πονέσει ο πισινός μας στην καρέκλα. Όλοι έχουμε βρεθεί σ' αυτή την κατάσταση, να θέλουμε να γράψουμε αλλά να μην μπορούμε να βρούμε κάτι, μια ιδέα, για να ξεκινήσουμε.
Μια και σήμερα αναμένω με ιδιαίτερη χαρά, (γιατί έχω καιρό να παίξω, και αυτό το παιχνίδι μου αρέσει πολύ), το θέμα για το αποψινό flash fiction live που θα παίξουμε στο sff.gr, σκέφτηκα πόσο δύσκολο είναι να βρίσκεις θέματα για να γραφτούν ιστορίες, είτε από σένα είτε από άλλους.
Έτσι, για πλάκα, μάζεψα μερικές ιδέες και σας τις δίνω, γιατί, ποιος ξέρει; Μπορεί, καμιά φορά, να σας εμπνεύσει κάποια απ' αυτές. Καλή διασκέδαση, προπάντων!

  1. Οι ήρωες ταξιδεύουν σε άλλους κόσμους, επειδή ο δικός τους πεθαίνει. Θα βρουν κάπου να μετοικήσουν; Οι άλλοι, που μένουν πίσω, τι κάνουν; (Ιδέα για fantasy, επί­σης, κι όχι μόνο για sci-fi, όπως συνηθίζεται). Με άξονα αυτό το θέμα, μπορούν να γραφτούν επεισόδια, κάθε περιπέτεια και διήγημα.
  2. Εκδίκηση. Κάποιος μπήκε φυλακή, ή έχασε κάτι/κάποιον αγαπημένο. Μετά από χρόνια, επιστρέφει για να πάρει την εκδίκησή του. Για όλα τα είδη: αστυνομικό, θρίλερ, τρόμου, Kill Bill, φαντασίας, Ε.Φ., κωμικό, ξέρω 'γω, τα πάντα, πραγματικά.
  3. Δυο ερωτευμένοι γνωρίζουν ένα άλλο ζευγάρι και καψουρεύονται χιαστή. Ιδανικό για θρίλερ, τρόμου, επιστημονικής φαντασίας... αναλόγως πόσο κάφρος είναι κάποιος, αλλιώς, το αυτονόητο: ρομάντζο (ή τσόντα).
  4. Κάποιος γυρίζει απ' τα παλιά, (ένας παλιός φίλος, μια παλιά γκόμενα, ένας χαμένος αδερφός, ένας υπάλληλος που είχε παραιτηθεί απ' τη δουλειά;) και τα κάνει όλα άνω-κάτω για τον ήρωα. Ιδανικό για αμερικάνικη οικογενειακή κομεντί. Κατάλληλο για όλα τα είδη.
  5. Ο ήρωας ανακαλύπτει ότι είναι φάντασμα (I see dead people, ναι). Κατάλληλο για προφανή είδη.
  6. Η ηρωίδα (ας μην είμαστε μονότονοι) κερδίζει ένα βραβείο. Αυτό, όμως, της καταστρέφει τη ζωή. Ιδανικό για κοινωνικό δράμα, αλλά ας μην είμαστε ούτε βαρετοί: όλα τα Φ χωράνε.
  7. Εκρήξεις. Κι αν δεν μιλάει από μόνο του, ας απλωθώ λίγο: ορυχεία, πόλεμος, super nova, οξυγόνο σε μπουκάλες, fireballs, αυτοκίνητα σε αμερικάνικη ταινία. Με μία λέξη: action (κάθε είδους). Αυτό μπορεί να γίνει και χωρίς πλοκή, είναι όπως το “παίρ­νω το σπαθί και σφάζω”, αλλά ας μην είμαστε ρηχοί. Μπορεί να έχουμε εκρήξεις στο μυαλό μας, καλό είναι, όμως, να τις ντύσουμε με κάτι τις, έστω και προσχηματικό (σώσε τον πρίγκηπα, σκότωσε την αστροναύτισσα, πέρνα την πύλη πριν απ' τους άλ­λους, χάλασε το διαστημόπλοιό τους). Αρκεί να είναι ορμητικό και διασκεδαστικό το action.
  8. Ο Πρόεδρος (ο πρωθυπουργός, ο βασιλιάς, ο αστράρχης, ο νομάρχης...) είναι ζόμπι/κούκλα/ρομπότ... τέλος πάντων, καταλάβατε. Ιδανικό για sci-fi ή fantasy κωμωδία, ή θρίλερ· όλα τα ενδιάμεσα θα βγουν χλιαρά.
  9. Ο κόσμος είναι, στην πραγματικότητα, μία γυάλα, κι εμείς, κάτι σαν χρυσόψαρα. Μάτριξ-ξεμάτριξ, αυτό είναι: κάνει για όλα τα είδη και δεν στερεύει ποτέ.
  10. Η θρησκεία πέθανε.
  11. (Για να μην είμαστε μονότονοι, είπαμε). Το άλλο φύλο έχει εξαφανιστεί (αυτό κάνει για έπη επιστημονικής φαντασίας που κάνουν εκατό χρόνια να γραφτούν).

Καλό γράψιμο!

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

Σελίδες (Λέων Τολστόι)








"Ο πατέρας του του μιλούσε -έτσι αισθανόταν ο Σιεριόζα- μ' ένα ύφος σάμπως ν' αποτεινόταν σε κάποιο φανταστικό παιδί, σ' ένα από κείνα τα παιδιά που βρίσκουμε στα βιβλία, μα που δεν είχε καμία απολύτως ομοιότητα με τον Σιεριόζα. Κι ο μικρός όταν βρισκόταν με τον πατέρα του, προσπαθούσε να προσποιείται πως ήταν ένα τέτοιο παιδί των βιβλίων."


"Το να ισχυρίζεται κανείς ότι ένα έργο τέχνης είναι καλό, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να το κατανοήσουν, είναι σαν να λέει ότι ένα φαγητό είναι καλό, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να το φάνε. "

"Κυβέρνηση είναι μια παρέα ανθρώπων που παρενοχλεί τους υπόλοιπους".


Λέων Τολστόι

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

Το Πότε και το Πού





Ένα από τα πράγματα που έχω μάθει από τη διαδικασία “βάλε τον πισινό σου στην καρέκλα μέχρι να μουδιάσει” είναι ότι, τελικά, δεν υπάρχει “το σωστό μέρος” ούτε “η σωστή ώρα”.
Ναι, συμφωνώ με όσους λένε ότι ο εγκέφαλος συνηθίζει να εκτελεί μια λειτουργία καλύτερα αν την κάνει την ίδια ώρα και στο ίδιο μέρος (δεν διαφέρει και πολύ από το έντερο, ε;).
Συμφωνώ: όταν έχουμε γύρω μας τα οικεία μας αντικείμενα, το γραφείο ή το τρα­πέζι, τον ίδιο υπολογιστή (ή γραφομηχανή, για τους ρετρό, αν και δεν πιστεύω), το ίδιο βαζάκι με το ίδιο, ξεραμένο (για να μην πω απολιθωμένο) τριαντάφυλλο που μας είχε φέρει ο γκόμενος ή η γκόμενα στα γενέθλιά μας πρόπερσι, τότε η αίσθηση της ασφάλειας που δη­μιουργείται μας αφήνει να προσηλωθούμε στη συγγραφή και μόνο σ' αυτήν.
Όμως, οι ιδανικές συνθήκες είναι ένα μυθικό πράγμα, γενικά στη ζωή, οπότε, γιατί να εξαιρείται η συγγραφή από αυτόν τον κανόνα;
Δεν είμαστε πάντα στο γραφείο μας, στο σπίτι μας ή στο δωμάτιό μας (ή στον πλα­νήτη μας, θα έλεγε κάποιος συγγραφέας science fiction), ώστε να μπορέσουμε να συγκε­ντρωθούμε.
Αλλά πρέπει να γράψουμε. Ναι, πρέπει. Όχι μόνο γιατί το ταλαίπωρο το βιβλίο θέλει να τελειώσει κάποτε, όχι γιατί μας περιμένουν άλλα, αλλά για τον λόγο που τα κάνουμε όλα αυτά: δηλαδή, ποιος ξέρει; Πάντως, πρέπει να γράψουμε α-μέ-σως.
Όταν έχουμε στο μυαλό μας το παρακάτω, την επόμενη παράγραφο, την επόμενη σκηνή, ακόμη και τις διορθώσεις, το τι λείπει, (εδώ vilain, εκεί vilain, μην είδε κανείς τον “κακό” στις ιστορίες μου; ), τότε, αρπάζουμε ένα χαρτί κι ένα στυλό και γράφουμε ό,τι έχουμε στο μυαλό μας. Μπορεί να μας εκπλήξουμε, και να χρειαστούμε ολόκληρο το τετράδιο. Ακόμη κι αν είμαστε σε λεωφορείο (ή αερόστατο), όταν μας έρχεται κάτι, πρέπει να το γράψουμε.
Και, μετά, έτσι κι αλλιώς, έρχονται οι διορθώσεις, αιωνία τους η χρήση.
Η σούμα: Δεν αφήνουμε τη δουλειά να πάει χαμένη, μόνο και μόνο επειδή δεν κα­θόμαστε στον υπολογιστή μας. Έχουμε τόνους από αυτήν, ας βγάλουμε όση μπορούμε και σε αυθόρμητες φάσεις.

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Σελίδες.




Ένα πράγμα που έχω μάθει από το διάβασμα, είναι το να γυρνάω σελίδα. 
Είναι το να δίνω την προσοχή μου εκεί που θέλω, 
κάθε φορά, 
και ν' αφήνω τα άσχημα να περνούν, να φεύγουν.  
Να ξεφυλλίζω, 
έτσι, 
και το παρελθόν·
να μην κολλάω σε πόνους παλιούς
ούτε σε χαρές περασμένες.  
(Να το καταφέρναμε πάντα αυτό...) 

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

Το Όνειρο της Γυναίκας του Ψαρά.



The Dream of the Fisherman's Wife (Tako to Ama). Artist: Hokusai. 1814. (Πηγή: Wikipedia)

Αν κοιτάξει κάποιος μια εικόνα σαν κι αυτή, πώς να μη γράψει κάτι τρομακτικό; Ή αστείο; Πάντως, τίποτα... νορμάλ (βαρετό).
Ποια ξεχασμένη γωνιά της γης είναι αυτή, όπου τα γιγάντια χταπόδια ποθούν τις γυναίκες (ή και τους άντρες);
Ποια μαγεία, σ' αυτό το νησί, έχει μεταμορφώσει όλους τους άντρες σε χταπόδια (ή και άλλα ζώα); Γκουχ, Κίρκη; Δεν σε είδα!
Ποια τελετή ενηλικίωσης απαιτεί να κάνει έρωτα το κορίτσι (ή το αγόρι) με ένα χταπόδι (ή σουπιά);
Πολλά τα ερωτήματα και η έμπνευση στο τσεπάκι. Αν όχι για ολόκληρο διήγημα, τουλάχιστον για ένα σκέλος του.

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2019

Τροβαδούρος με λαούτο



Η Πρώτη μου Εκδήλωση του Φανταστικού



Σαν καλωσόρισμα, στον καινούργιο μου χώρο έκφρασης, διάλεξα να σας διηγηθώ μία ξεχωριστή, για 'μένα, ιστορία. Την ιστορία της γέννησης της Βίλκας, που βρήκε τον δρόμο προς τα έξω: έξω από τη θάλασσα των ανεί­πωτων ιστοριών που υπάρχει στο μυαλό μου, έξω, στον κόσμο.
Ήταν καλοκαίρι του 2016. Σκεφτόμουν τι ήθελα να γράψω εκείνη τη χρονιά. Τον χειμώνα που είχε μόλις περάσει είχα αποφασίσει, πια, ότι μία μου ιστορία θα έβγαινε “εκεί έξω”, πάει να πει, θα την έστελνα σε κάποιον εκδοτικό οίκο προς αξιολόγηση. Η αλήθεια είναι ότι ήταν τουλάχιστον η τρίτη φορά που έπαιρνα αυτή την απόφαση.
Πώς, τελικά, κράτησα την υπόσχεση στον εαυτό μου; Πολύ απλά, το ίδιο φθινόπω­ρο πήγα στο ΦantastiCon, το συνέδριο του Φανταστικού που γίνεται κάθε χρόνο, από το 2015, στην Αθήνα. Δεν ήταν απλή υπόθεση: έπρεπε να σηκωθώ, να πάρω το λεωφορείο και να κάνω το βαρετό ταξίδι των 500 χιλιομέτρων που με χωρίζει από τη γενέτειρά μου.
Πέρασα βουνά, πέρασα κάμπους, πέρασα νερά και, κάποτε, έφτασα. Όταν πάτησα το πόδι μου, όμως, στη μαμά Αθήνα, κάτι έγινε και... κουτσάθηκα! Δεν έδωσα σημασία, στην αρχή. Είχα και τα νεύρα μου, σιγά μην καθόμουν να το συζητήσω: τα πόδια (ναι, και το πονεμένο) στην πλάτη (μαζί με τον βαρύ σάκο που κουβάλαγα), και δρόμο για το σπίτι.
Την άλλη μέρα, το πόδι πονούσε. Επειδή δεν ήταν η πρώτη φορά που πάθαινα κάτι τέτοιο, είπα μέσα μου “Ωχ, την κάτσαμε”. Αλλά, απ' έξω μου, είπα το άλλο, το γνωστό: “Σώπα, μωρέ, δεν έχει τίποτα” και “Σιγά μην κάτσω σπίτι, γι' αυτό ήρθα στην Αθήνα;” και “Θα προσέχω, θα περπατάω αργά” και άλλες τέτοιες ηλιθιότητες. Γιατί δεν ήταν η πρώτη φορά, είπαμε. Και ήξερα. Έτσι γίνονται τα πράγματα, αυτή είναι η σωστή σειρά:
  1. ελαφρύς τραυματισμός
  2. προσπάθεια για επιδείνωση
  3. σοβαρός τραυματισμός.
Και, φυσικά, ακολούθησα τις Οδηγίες Προς Αιώνια Ξεροκέφαλους κατά γράμμα. Κατέβαλλα μεγάλη προσπάθεια να γυρίσω, κούτσα-κούτσα, όλη την περιοχή που έμενα· κατάφερα να γυρίσω τη μισή. Να μην τα πολυλογώ, τη νύχτα δεν κοιμήθηκα απ' τον πόνο, το πρωί πήγα (με πήγαν) τρέμοντας (απ' τον πόνο) σ' έναν γιατρό, το απόγευμα φόραγα νάρθηκα κι έπαιρνα χάπια.
Περιχαρής που μπορούσα να περπατάω πάλι χωρίς να με ακούν ως τα Γιάννενα, ξύπνησα την άλλη μέρα για να πάω, βεβαίως, στη μεγάλη γιορτή του Φανταστικού! Ναι, είχε έρθει η ώρα, (όπως κι η δική σου, γενναίε αναγνώστη που έφτασες μέχρι εδώ, για να διαβάσεις αυτό που ξεκίνησες να διαβάσεις). Είχε έρθει η ώρα να αλλάξει ο τρόπος που βίωνα, μέχρι τότε, το διάβασμα και το γράψιμο, τον πραγματικό κόσμο και τον φανταστικό, τον ίδιο μου τον εαυτό μέσα σε όλα αυτά. Ακούγεται, ίσως, περίεργο και υπερβολικό αυτό που λέω, αλλά, μα τους Ινάρ (δεν τους ξέρετε αυτούς, ακόμα, αλλά ελπίζω ότι θα τους μάθετε) το είχα ανάγκη. Ήταν το επόμενο, απόλυτα φυσικό βήμα στην πορεία μου μέσα απ' το Φανταστικό.
Εκεί, στο φεστιβάλ, είχα ήδη φίλους και γνωστούς, από χρόνια. Εκεί, επίσης, γνώρι­σα κι άλλους, ανθρώπους με φαντασία και μεράκι. Παρακολούθησα ομιλίες, είδα χορούς και άκουσα μουσικές, θαύμασα ζωγραφιές, ενημερώθηκα για καινούργιες εκδόσεις βι­βλίων και, το κυριότερο: συζήτησα.
Συζήτησα, από κοντά, με όλους αυτούς τους φίλους και γνωστούς, ακόμη και με αγνώστους που έμειναν έτσι, για τα θέματα που μας ενδιαφέρουν. Θέματα ποικίλα, όπως:
  • πότε θα βγάλει το επόμενο βιβλίο ο Μάρτιν (και ποιος θα το διαβάσει);
  • είναι ο Αμπερκρόμπι λογικός, ή έχουν και οι σκληροί ανάγκη μια αγκαλιά;
  • πώς έφτιαξε ο Τόλκιν τις γλώσσες της Μέσης Γης και μπορώ να το κάνω κι εγώ;
  • πόσο Trek είναι το Star Trek;
  • αν τα βαμπίρ πάνε σχολείο, ζουν ρομάντζα, γίνονται τσιρ λίντερς, τα ζόμπι γιατί όχι;
  • η ελληνική λογοτεχνία φαντασίας/επιστημονικής φαντασίας/τρόμου, είναι, πράγματι, ελληνική;

Η τελευταία που αναφέρω στη λίστα, ήταν, αν όχι η πιο ενδιαφέρουσα, σίγουρα η πιο χρήσιμη συζήτηση που έκανα στο διήμερο. Μου έκανε κλικ, με ξεκόλλησε από τα τσαρούχια και τις γκλίτσες κι από τα σανδάλια και τις χλαμύδες που μ' έκαναν να βα­ριέμαι στο σχολείο και είπα “Χμ, ίσως δεν είναι τόσο αντι-κουλ που είμαι Ελληνίδα”.
Για να εξηγούμαι: δεν έχουν τίποτα κακό τα τσαρούχια και τα (φτερωτά, ενίοτε) σανδάλια. Αλλά, προσωπικά, δεν με εκφράζουν και γι' αυτό θα ήταν λάθος να μιμηθώ ένα στυλ που να φωνάζει, βεβιασμένα (στην περίπτωσή μου και μόνο, το τονίζω) “Ελ­λάδα”.
Τότε, τι μένει; Τι μπορώ να κάνω, σαν Ελληνίδα συγγραφέας φαντασίας, ώστε να ξεχωρίσω από τους ξένους με τρόπο που να μου ταιριάζει; Τι μπορώ να κάνω για να αποπνέουν οι ιστορίες μου αυθεντικότητα; Πώς μπορώ να γράψω έτσι ώστε να νιώθει ο Έλληνας αναγνώστης, βαθιά μέσα του, ότι τον αφορούν οι περιπέτειες των ηρώων μου;
Η απάντηση δεν ήταν παιχνιδάκι, και ούτε ισχυρίζομαι ότι την ξέρω, εκατό τοις εκατό και τώρα, δύο και βάλε χρόνια μετά. Πάντως, κάτι βρήκα. Κάτι, για αρχή, και το κρατάω ώσπου να βρω και το επόμενο. Κι αυτό το κάτι είναι: γράψε γι' αυτά που ξέρεις.
Ναι, το έχουν πει και ξαναπεί πολλοί αυτό. Συγγραφείς, πραγματικοί συγγραφείς, μεγάλοι, γνωστοί, διάσημοι. Το έχουν πει, αλλά πόσο απλό, στην κατανόηση και στην εφαρμογή του, είναι;
Γράψε για όσα βλέπεις, για όσα βλέπεις με άλλο μάτι, μια και μιλάμε για λογοτεχνία και μάλιστα του Φανταστικού, γράψε για όσα ζεις ή ζουν οι γύρω σου. Γράψε για τα βουνά και τα δάση της πατρίδας σου, γράψε για τις θάλασσές της. Γράψε, ακόμη, για την πόλη σου, για το σχολείο που πήγες, για μία ιστορία που σε πονάει ή που, αντίθετα, τη φυλάς με αγάπη στην καρδιά σου για όταν έχεις ανάγκη μια ευχάριστη ανάμνηση.
Αυτό είναι: γράψε για αναμνήσεις.
Παίρνουμε μία ανάμνηση και τη βουτάμε στη φαντασία. Δεν είναι, ακριβώς, συνταγή, όσο μία γνώση του πώς λειτουργούν τα υλικά. Έτσι κι αλλιώς, δεν είμαι ο άνθρωπος της συνταγής, κάθε μου φασολάδα είναι διαφορετική από τις άλλες. Τέλος πάντων, μπορεί να είναι μία οποιαδήποτε ανάμνηση, από το πρώτο μεθύσι, την πρώτη ζεμπεκιά, εκείνη την μπουνιά που έριξες (ή συγκράτησες) στον σπαστικό συμμαθητή, μέχρι την επίσκεψή σου στους Δελφούς και τη συζήτηση στον δρόμο του γυρισμού για τον αν μασούσαν δάφνη οι μάντισσες ή τίποτ' άλλο.
Αυτό, (για τις αναμνήσεις, όχι τη δάφνη της Πυθίας), το πήρα μαζί μου στον, κού­τσα-κούτσα, δικό μου γυρισμό . Επέστρεψα από εκείνο, το πρώτο μου Φantasticon, με έναν νάρθηκα στο πόδι, καινούργια βιβλία στο σακίδιο, αλλά, το κυριότερο, με τη δύνα­μη να είμαι μία Ελληνίδα συγγραφέας φαντασίας. Και θέλει πολλή δύναμη, αλλά αυτό είναι μία άλλη, μεγάλη κουβέντα, που ίσως κάνουμε στο μέλλον, όταν θα έχω μάθει κι άλλα πράγματα επί του θέματος τούτου. Για τώρα, ας μοιραστώ το εξής: όλοι μαζί, κάτι θα κάνουμε. Ο καθένας μόνος του, κλεισμένος στο σπίτι του μ' ένα λαμπατέρ κι ένα λάπτοπ (τα αντίστοιχα σημερινά του κεριού και της πένας), δεν θα πάμε μακριά.
Φίλε αναγνώστη, σ' ευχαριστώ που διάβασες (και που προσπάθησες να βγάλεις νόημα). Να είσαι καλά, θα τα ξαναπούμε.