Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

Ο συγγραφέας και η φύση





Θα μπορούσε να έχει τίτλο “Ο άνθρωπος και η φύση”, αλλά, μια και δεν αντιλαμβάνομαι την ύπαρξή μου (μας) ως κάτι ουρανοκατέβατο, προτίμησα να μιλήσω για την ιδιότητα κάποιου ως συγγραφέα.
Θαυμάζω, πάντα, την καθαρή ματιά των παλιών συγγραφέων όσον αφορά το φυσικό περιβάλλον τους. Το θεωρούσαν δεδομένο, αλλά και θαυμάσιο· ένα δεδομένο θαύμα, θα μπορούσε να πει κανείς, παίζοντας με τις λέξεις (βαρετό). Δηλαδή -για ν' αφήσουμε τα παιχνίδια- ένα θαύμα που μας χαρίστηκε. Σε ποιους; Σε όλους μας: σε όλους τους οργανισμούς που το αποτελούμε. Άρα, αφού είμαστε το ίδιο το θαύμα -ή μέρος του- πώς μας χαρίστηκε; Δεν ξέρω, εδώ κάπου είναι που χάνουμε τον μπούσουλα οι μοντέρνοι άνθρωποι όλων των (μοντέρνων) καιρών και αρχίζουμε τις μπουρδολογίες.
Οι παλιοί συγγραφείς, όμως! Τι απλότητα, τι αμεσότητα στις περιγραφές, τι φαντασία... Αυτοί οι άνθρωποι τη ζούσαν τη φύση, την έβλεπαν από κοντά, την άγγιζαν, ξάπλωναν και περπατούσαν πάνω της, κρύωναν και ζεσταίνονταν στις αλλαγές της. Προσμέναν αυτές τις αλλαγές και γεύονταν τους καρπούς της, ή θλίβονταν για το τέλος μιας εποχής.
Εμείς όταν θλιβόμαστε για το τέλος μιας εποχής είναι γιατί πέρασαν τα Χριστούγεννα και θα ξεστολίσουμε το δέντρο ή γιατί τέλειωσε το καλοκαίρι και αποχαιρετίσαμε τις ομπρέλες και τις ξαπλώστρες, και θα ξαναπάμε στη δουλειά.
Κι όταν, κάποιοι από μας, θέλουμε να γράψουμε για ένα τοπίο, τι κάνουμε; Ψάχνουμε τι έγραφαν εκείνοι, που ζούσαν σε τέτοια τοπία, και “δανειζόμαστε” τις περιγραφές. (Και πότε τις επιστρέφουμε, δηλαδή;) Ξέρω, ξέρω, δεν το κάνουμε όλοι, και συνήθως οι παρόντες εξαιρούνται.
Τι θέλω να πω η πικρόχολη;
Ότι μας χρειάζεται, μας είναι απολύτως απαραίτητη η βόλτα στη φύση. Κι όταν λέω “βόλτα”, εννοώ με κλειστό το κινητό (και, ιδεατά, το στόμα), χωρίς τίποτα στα χέρια, ούτε μπλοκάκι, ούτε φωτογραφική μηχανή (αν και, αυτή, με τη σωστή χρήση, μπορεί να βοηθήσει στο άδειασμα του μυαλού και στο άνοιγμα των αισθήσεων. Όχι, όμως, με τη σκέψη “πω, θα τους τρελάνω στο facebook μ' αυτόν τον γκρεμό”).
Κι όταν λέω “φύση”, εννοώ λιγάακι παραέξω απ' το παρκάκι της γειτονιάς μας. Να πάρουμε λεωφορεία, να πάρουμε τραίνα, να καβαλήσουμε τις μηχανές ή τ' αυτοκίνητά μας και να ξεκουνηθούμε από την πόλη. Για μία Κυριακή πρωί. Χωρίς καφετέριες. Μία φορά (στο τόσο).
Το έχουμε ανάγκη. Πρωτίστως σαν άνθρωποι, σαν μέρος αυτού του δεδομένου θαύματος απ' το οποίο -νομίζουμε- έχουμε αποκοπεί. Και, κατά συνέπεια, σαν συγγραφείς.
Για να μη γράφουμε “το φρύδι του λόφου” χωρίς να έχουμε ιδέα τι είναι αυτό, για να μη γράφουμε για έλη χωρίς να έχουμε δει ποτέ μας ένα (ούτε να το 'χουμε μυρίσει), μόνο και μόνο επειδή ακούγεται “κάπως” η λέξη και “κάνει για Τρόμο”. Και για να μη λέμε “το πουλί” χωρίς να έχουμε ιδέα αν εννοούμε σπουργίτι ή κάνα όρνιο, ή να λέμε “το δέντρο”, “το λουλούδι”, “το ζώο με τα τέσσερα πόδια και την ουρά”... Είναι σαν να περιγράφουμε ένα δωμάτιο και αρκούμαστε στη λέξη “έπιπλο”. “Στ' αριστερά του ενός επίπλου υπήρχε ένα άλλο, μικρότερο, ενώ μπροστά στο παράθυρο ένα εντυπωσιακό έπιπλο τραβούσε το μάτι”. Ναι. Και το φρύδι του λόφου, μην πω.
Καλές σας βόλτες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου