Ένα από τα πράγματα που έχω
μάθει από τη διαδικασία “βάλε τον πισινό
σου στην καρέκλα μέχρι να μουδιάσει”
είναι ότι, τελικά, δεν υπάρχει “το σωστό
μέρος” ούτε “η σωστή ώρα”.
Ναι, συμφωνώ με όσους λένε
ότι ο εγκέφαλος συνηθίζει να εκτελεί
μια λειτουργία καλύτερα αν την κάνει
την ίδια ώρα και στο ίδιο μέρος (δεν
διαφέρει και πολύ από το έντερο, ε;).
Συμφωνώ: όταν έχουμε γύρω μας
τα οικεία μας αντικείμενα, το γραφείο
ή το τραπέζι, τον ίδιο υπολογιστή (ή
γραφομηχανή, για τους ρετρό, αν και δεν
πιστεύω), το ίδιο βαζάκι με το ίδιο,
ξεραμένο (για να μην πω απολιθωμένο)
τριαντάφυλλο που μας είχε φέρει ο
γκόμενος ή η γκόμενα στα γενέθλιά μας
πρόπερσι, τότε η αίσθηση της ασφάλειας που δημιουργείται
μας αφήνει να προσηλωθούμε στη συγγραφή
και μόνο σ' αυτήν.
Όμως, οι ιδανικές συνθήκες
είναι ένα μυθικό πράγμα, γενικά στη ζωή,
οπότε, γιατί να εξαιρείται η συγγραφή
από αυτόν τον κανόνα;
Δεν είμαστε πάντα στο γραφείο
μας, στο σπίτι μας ή στο δωμάτιό μας (ή
στον πλανήτη μας, θα έλεγε κάποιος
συγγραφέας science fiction), ώστε
να μπορέσουμε να συγκεντρωθούμε.
Αλλά πρέπει να γράψουμε. Ναι,
πρέπει. Όχι μόνο γιατί το ταλαίπωρο το
βιβλίο θέλει να τελειώσει κάποτε, όχι
γιατί μας περιμένουν άλλα, αλλά για τον
λόγο που τα κάνουμε όλα αυτά: δηλαδή,
ποιος ξέρει; Πάντως, πρέπει να γράψουμε
α-μέ-σως.
Όταν έχουμε στο μυαλό μας το
παρακάτω, την επόμενη παράγραφο, την
επόμενη σκηνή, ακόμη και τις διορθώσεις,
το τι λείπει, (εδώ vilain,
εκεί vilain,
μην είδε κανείς τον “κακό”
στις ιστορίες μου; ), τότε, αρπάζουμε ένα
χαρτί κι ένα στυλό και γράφουμε ό,τι
έχουμε στο μυαλό μας. Μπορεί να μας
εκπλήξουμε, και να χρειαστούμε ολόκληρο
το τετράδιο. Ακόμη κι αν είμαστε σε
λεωφορείο (ή αερόστατο), όταν μας έρχεται
κάτι, πρέπει να το γράψουμε.
Και, μετά, έτσι
κι αλλιώς, έρχονται οι
διορθώσεις, αιωνία τους
η χρήση.
Η σούμα:
Δεν αφήνουμε τη δουλειά να πάει χαμένη,
μόνο και μόνο επειδή δεν καθόμαστε
στον υπολογιστή μας. Έχουμε τόνους από
αυτήν, ας βγάλουμε όση μπορούμε και σε
αυθόρμητες φάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου